- ἐμπλατειάσασα
- ἐμπλᾰτ<ε>ιάσασα· ἐν πλατείαις τύπτουσα ταῖς Χερσὶν ἢ τρυφερευομένη, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμπλατειάσασα — ἐμπλατειάσᾱσα , ἐν πλατειάζω slap with the flat hand aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)